Search results
soulmate n (companion, friend, twin) (μεταφορικά) αδερφή ψυχή επίθ + ουσ θηλ : Everyone hopes to find a soulmate to share their life with. Όλοι ελπίζουν να βρουν μια αδερφή ψυχή με την οποία να μοιραστούν τη ζωή τους.
soul mate. αδελφή ψυχή. See Also in Greek. αδελφή noun. adelfí̱ sister, poof. ψυχή noun. psychí̱ soul, psyche, spirit. Nearby Translations. Need to translate "soulmate" to Greek? Here's how you say it.
Translation for 'soulmate' in the free English-Greek dictionary and many other Greek translations.
soulmate n: informal ([sb] with whom you have deep affinity) (για φιλική σχέση) αδερφικός φίλος, αδερφική φίλη επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ (για σχέση γενικότερα) αδερφή ψυχή φρ ως ουσ θηλ : Some people believe that each and everyone of us has a ...
Translation for 'soul mate' in the free English-Greek dictionary and many other Greek translations.
αδελφή ψυχή is the translation of "soulmate" into Greek. Sample translated sentence: He said he was sorry, but he met his soulmate. ↔ Είπε ότι λυπόταν, αλλά είχε συναντήσει την αδελφή ψυχή του.
Στο Αγγλικά - Ελληνικά λεξικό Glosbe "soulmate" μεταφράζεται σε: αδελφή ψυχή. Παραδείγματα προτάσεων: He said he was sorry, but he met his soulmate. ↔ Είπε ότι λυπόταν, αλλά είχε συναντήσει την αδελφή ψυχή του.